- ετεροφροσύνη
- η (Α ἑτεροφροσύνη) [ετεροφρονώ]διάσταση, διαφορά γνώμης, ιδίως σε θρησκευτικά ζητήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτεροφροσύνην — ἑτεροφροσύνη difference of opinion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)